- αγχοτάτω
- ἀγχοτάτω (Α) επίρρ. (υπερθ. τού ἀγχοῡ *)1. πάρα πολύ κοντά, πλησιέστατα2. ομοιότατα3. φρ. «οἱ ἀγχοτάτω προσήκοντες», οι πλησιέστατοι συγγενείς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγχοτάτω — nearest indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)